- στιβεία
- στιβείᾱ , στιβείαtreadingfem nom/voc/acc dualστιβείᾱ , στιβείαtreadingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… … Dictionary of Greek
στιβείας — στιβείᾱς , στιβεία treading fem acc pl στιβείᾱς , στιβεία treading fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβειᾶν — στιβεία treading fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειβία — ἡ, Α βλ. στιβεία … Dictionary of Greek
στιβίη — ἡ, Α βλ. στιβεία … Dictionary of Greek